- ἀκάκῃ
- ἀκάκηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηλείτις — νηλεῑτις, ἡ (Α) αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῑκας, αἵ τέ σ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»] … Dictionary of Greek
χιούμορ — το (λ. αγγλ.), εύθυμη διάθεση που καλύπτεται με σοβαρό ύφος και περιέχει άκακη ειρωνεία, συμπαθής σαρκασμός: Ο ηθοποιός αυτός έχει πολύ χιούμορ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)